- κατοικοεδρεύω
- κατοικώ και έχω την έδρα τών ασχολιών μου σε κάποιο τόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατοικῶ + ἑδρεύω. Η λ., στη μετοχή κατοικοεδρεύων, μαρτυρείται από το 1887 σε έγγραφο συμβολαιογράφου στην εφημερίδα Αλφειός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατοικοεδρεύω — κατοικώ σε κάποιο τόπο και συνάμα έχω σ αυτόν την έδρα των ασχολιών μου: Κατοικοεδρεύει στη Θεσσαλονίκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)